- θεοκλυτοῦντος
- θεοκλυτέωcall on the godspres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοκλυτώ — θεοκλυτῶ, έω (Α) [θεόκλυτος] 1. επικαλούμαι, ικετεύω τους θεούς 2. ζητώ με δέηση («ταῦτα τοῦ Παυσανίου θεοκλυτοῦντος», Πλούτ.) 3. ακούω φωνή θεού, είμαι θεόπνευστος … Dictionary of Greek